- κατηγορουμένη
- κατηγορέωspeak againstpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)κατηγορέωspeak againstpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατηγορούμενος — Χαρακτηρισμός του προσώπου εναντίον του οποίου ασκείται ποινική δίωξη ή του αποδίδεται αξιόποινη πράξη σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης. Ο προσδιορισμός αυτός διατηρείται έως το τέλος της ποινικής διαδικασίας και το αμετάκλητο κλείσιμό της, με … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek